- ἀγκιστρευτικόν
- ἀγκιστρευτικόςofmasc acc sgἀγκιστρευτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκιστρευτικός — ἀγκιστρευτικός ή, όν (Α) [ἀγκιστρεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι αυτό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκιστρευτικόν η ἀγκιστρεία* … Dictionary of Greek